Όταν ο άλλος βλέπει ότι τον φοβάσαι, αποκτά δύναμη.
Όταν βλέπει τη δύναμή σου, σε φοβάται.
Το λιοντάρι είναι δυνατό, γιατί τα άλλα ζώα είναι αδύναμα.
Το λιοντάρι τρώει το κρέας των άλλων, γιατί τα άλλα το αφήνουν να τα φάει.
Το λιοντάρι δεν σκοτώνει με τα νύχια ή με τα δόντια. Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας.
Στην αρχή πλησιάζει σιγά σιγά, αθόρυβα, γιατί έχει σύννεφα στα πόδια που σκοτώνουν το θόρυβο...
Κατόπιν πηδά και αναποδογυρίζει το θύμα, μια επίθεση που ποντάρει πιο πολύ στον αιφνιδιασμό απ’ ό,τι στη δύναμη.
Κατόπιν στέκεται και το κοιτάζει. Κοιτάζει τον αιχμάλωτό του, τον καρφώνει στα μάτια. Το καημένο το ζωάκι που θα πεθάνει απομένει να κοιτάζει μονάχα, κοιτάζει το λιοντάρι που το κοιτάζει. Το ζωάκι δεν βλέπει πια τον ίδιο του τον εαυτό, βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει την εικόνα του στη ματιά του λιονταριού, βλέπει ό,τι, στα μάτια του λιονταριού, είναι μικρό και αδύναμο. Το ζωάκι ούτε που το σκεφτόταν αν ήταν μικρό ή αδύναμο, ήταν βλέπεις ένα ζωάκι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό ή αδύναμο.
Αλλά τώρα βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει το φόβο. Και βλέπει ότι το βλέπουν, το ζωάκι πείθεται, από μόνο του, ότι είναι μικρό και αδύναμο. Και βλέποντας το φόβο του που βλέπει ότι το λιοντάρι το βλέπει, φοβάται. Κι έτσι το ζωάκι δεν βλέπει τίποτα πια, παγώνουν τα κόκαλά του, έτσι όπως μας πιάνει η βροχή στο βουνό τη νύχτα, μέσα στο κρύο. Κι έτσι το ζωάκι παραδίνεται έτσι απλά, αφήνεται και το λιοντάρι το καταβροχθίζει αλύπητα.
Έτσι σκοτώνει το λιοντάρι. Σκοτώνει κοιτάζοντας. Αλλά υπάρχει ένα ζωάκι που δεν κάνει έτσι, που όταν το σταματά το λιοντάρι δεν δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αν το λιοντάρι το αρπάξει, αυτό απαντά μ’ ένα γρατζούνισμα με τα χεράκια του που είναι μικρά αλλά πονάει το αίμα που βγάζουν. Κι αυτό το ζωάκι δεν αφήνεται στο λιοντάρι, γιατί δεν βλέπει ότι το βλέπουν… είναι τυφλό. Τυφλοπόντικες τα λένε αυτά τα ζωάκια.
Ο τυφλοπόντικας έμεινε τυφλός γιατί, αντί να βλέπει προς τα έξω, βάλθηκε να κοιτάζει την καρδιά, έμεινε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί του μπήκε στο μυαλό του τυφλοπόντικα να κοιτάζει προς τα μέσα. Και βρίσκεται ο τυφλοπόντικας να κοιτάζει ανόητα την καρδιά κι έτσι, δε νοιάζεται για δυνατούς κι αδύναμους, για μεγάλους ή μικρούς, γιατί η καρδιά είναι η καρδιά και δε μετριέται όπως μετριούνται τα πράγματα ή τα ζώα. Κι αυτό, το να κοιτάζει προς τα μέσα, μπορούσαν να το κάνουν μονάχα οί θεοί κι έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν τον τυφλοπόντικα και δεν τον άφησαν πια να βλέπει προς τα έξω και επιπλέον τον καταδίκασαν να ζει καί να περπατά κάτω απ’ τη γη. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη, γιατί τον τιμώρησαν οι θεοί. Κι ο τυφλοπόντικας δε στεναχωρήθηκε γιατί συνέχισε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας δε φοβάται το λιοντάρι. Κι ούτε φοβάται το λιοντάρι ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτάζει την καρδιά.
Γιατί ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτά την καρδιά δεν βλέπει τη δύναμη του λιονταριού, βλέπει τη δύναμη της καρδιάς του, κι έτσι κοιτάζει το λιοντάρι και το λιοντάρι τον βλέπει που το κοιτάζει ο άνθρωπος, και το λιοντάρι βλέπει πως στα μάτια του ανθρώπου είναι μόνο ένα λιοντάρι και το λιοντάρι βλέπει πως το βλέπουν και φοβάται και το βάζει στα πόδια.
Το λιοντάρι τρώει το κρέας των άλλων, γιατί τα άλλα το αφήνουν να τα φάει.
Το λιοντάρι δεν σκοτώνει με τα νύχια ή με τα δόντια. Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας.
Στην αρχή πλησιάζει σιγά σιγά, αθόρυβα, γιατί έχει σύννεφα στα πόδια που σκοτώνουν το θόρυβο...
Κατόπιν πηδά και αναποδογυρίζει το θύμα, μια επίθεση που ποντάρει πιο πολύ στον αιφνιδιασμό απ’ ό,τι στη δύναμη.
Κατόπιν στέκεται και το κοιτάζει. Κοιτάζει τον αιχμάλωτό του, τον καρφώνει στα μάτια. Το καημένο το ζωάκι που θα πεθάνει απομένει να κοιτάζει μονάχα, κοιτάζει το λιοντάρι που το κοιτάζει. Το ζωάκι δεν βλέπει πια τον ίδιο του τον εαυτό, βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει την εικόνα του στη ματιά του λιονταριού, βλέπει ό,τι, στα μάτια του λιονταριού, είναι μικρό και αδύναμο. Το ζωάκι ούτε που το σκεφτόταν αν ήταν μικρό ή αδύναμο, ήταν βλέπεις ένα ζωάκι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό ή αδύναμο.
Αλλά τώρα βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει το φόβο. Και βλέπει ότι το βλέπουν, το ζωάκι πείθεται, από μόνο του, ότι είναι μικρό και αδύναμο. Και βλέποντας το φόβο του που βλέπει ότι το λιοντάρι το βλέπει, φοβάται. Κι έτσι το ζωάκι δεν βλέπει τίποτα πια, παγώνουν τα κόκαλά του, έτσι όπως μας πιάνει η βροχή στο βουνό τη νύχτα, μέσα στο κρύο. Κι έτσι το ζωάκι παραδίνεται έτσι απλά, αφήνεται και το λιοντάρι το καταβροχθίζει αλύπητα.
Έτσι σκοτώνει το λιοντάρι. Σκοτώνει κοιτάζοντας. Αλλά υπάρχει ένα ζωάκι που δεν κάνει έτσι, που όταν το σταματά το λιοντάρι δεν δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αν το λιοντάρι το αρπάξει, αυτό απαντά μ’ ένα γρατζούνισμα με τα χεράκια του που είναι μικρά αλλά πονάει το αίμα που βγάζουν. Κι αυτό το ζωάκι δεν αφήνεται στο λιοντάρι, γιατί δεν βλέπει ότι το βλέπουν… είναι τυφλό. Τυφλοπόντικες τα λένε αυτά τα ζωάκια.
Ο τυφλοπόντικας έμεινε τυφλός γιατί, αντί να βλέπει προς τα έξω, βάλθηκε να κοιτάζει την καρδιά, έμεινε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί του μπήκε στο μυαλό του τυφλοπόντικα να κοιτάζει προς τα μέσα. Και βρίσκεται ο τυφλοπόντικας να κοιτάζει ανόητα την καρδιά κι έτσι, δε νοιάζεται για δυνατούς κι αδύναμους, για μεγάλους ή μικρούς, γιατί η καρδιά είναι η καρδιά και δε μετριέται όπως μετριούνται τα πράγματα ή τα ζώα. Κι αυτό, το να κοιτάζει προς τα μέσα, μπορούσαν να το κάνουν μονάχα οί θεοί κι έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν τον τυφλοπόντικα και δεν τον άφησαν πια να βλέπει προς τα έξω και επιπλέον τον καταδίκασαν να ζει καί να περπατά κάτω απ’ τη γη. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη, γιατί τον τιμώρησαν οι θεοί. Κι ο τυφλοπόντικας δε στεναχωρήθηκε γιατί συνέχισε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας δε φοβάται το λιοντάρι. Κι ούτε φοβάται το λιοντάρι ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτάζει την καρδιά.
Γιατί ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτά την καρδιά δεν βλέπει τη δύναμη του λιονταριού, βλέπει τη δύναμη της καρδιάς του, κι έτσι κοιτάζει το λιοντάρι και το λιοντάρι τον βλέπει που το κοιτάζει ο άνθρωπος, και το λιοντάρι βλέπει πως στα μάτια του ανθρώπου είναι μόνο ένα λιοντάρι και το λιοντάρι βλέπει πως το βλέπουν και φοβάται και το βάζει στα πόδια.
Μ η ν ύ μ α τ α : Όταν ο άλλος βλέπει ότι τον φοβάσαι, αποκτά δύναμη. Όταν βλέπει τη δύναμή σου, σε φοβάται.
Από το βιβλίο των Δάφνη Φιλίππου – Πόλα Καραντάνα:
Από το βιβλίο των Δάφνη Φιλίππου – Πόλα Καραντάνα:
“ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ… ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
.....μπήκαν σε τροχια......!!!